- ταλαντεύω
- ΝΜΑ, και τανταλεύω Μ1. κάνω κάτι να κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, κουνώ εδώ κι εκεί2. μέσ. ταλαντεύομαικουνιέμαι όπως η πλάστιγγα γέρνοντας πότε εδώ και πότε εκεί ή πότε επάνω και πότε κάτωνεοελλ.μέσ. μτφ. έχω αμφίρροπη στάση, διστάζω («ταλαντεύεται συνεχώς χωρίς να παίρνει απόφαση»)μσν.-αρχ.σταθμίζω, μετρώ («ὕδασι ἠελίοιο ταλαντεύουσι κελεύθους», Παύλ. Σιλ.)αρχ.1. (αμτβ.) διακυμαίνομαι2. προσδιορίζω3. δοκιμάζω («Κελτοὶ Ρήνῳ τέκνα ταλαντεύουσι», επιγρ.)4. μτφ. α) δίνω ροπή προς κάτι («τούτων σὺ τὴν αἵρεσιν ταλάντευε», Αλκίφρ.)β) γέρνω την πλάστιγγα προς μια κατεύθυνση («τῇ μὲν ἐταλάντευε τὸ ἔλεος, τῇ δ' ἀντέβριθεν ὁ νόμος», Φίλ.)5. παθ. μτφ. εξαρτώμαι («τὸ ζην οὐδ' ὑπὸ τούτοις ταλαντεύεται», Αλκίφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον. Ο μσν. τ. τανταλεύω με αντιμετάθεση τών συμφώνων].
Dictionary of Greek. 2013.